πολυψήφιος

πολυψήφιος
-α, -ο, Ν
(για αριθμό) αυτός που αποτελείται από πολλά ψηφία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ-* + -ψήφιος (< ψηφίο), πρβλ. μονο-ψήφιος. Η λ. μαρτυρείται από το 1879 στον Στέφ. Α. Κουμανούδη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • πολυψήφιος — α, ο για αριθμούς, αυτός που αποτελείται από πολλά ψηφία: Αριθμητική πράξη με πολυψήφιους αριθμούς …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πολυ- — Α το, Ν άκλ. (βιοχ.) πολυριβονουκλεοτίδιο που αποτελείται εξ ολοκλήρου από αδενυλικά υπολείμματα. ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επιθ. πολύς και δηλώνει ότι το β συνθετικό γίνεται πολλές φορές,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”